λακ

λακ
και λάκκα, η
καλλυντικό για τα μαλλιά το οποίο ψεκάζεται πάνω στην κόμμωση και εξατμιζόμενο τήν περιβάλλει με ένα λεπτό επικάλυμμα από πολυμερή, το οποίο τή συγκρατεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. laque < μσν. λατ. lacca < αραβ. lakk].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα …   Dictionary of Greek

  • λακάζω — (Α) (ποιητ.) καλώ μεγαλοφώνως, ωρύομαι, φωνάζω («ἴυζε καὶ λάκαζε καὶ κάλει θεούς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. αόρ. ἔ λακ ον) + άζω] …   Dictionary of Greek

  • λακέτας — λακέτας, ὁ (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, δυνατά, φωνακλάς, θορυβοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. ἔ λακ ον) + έτας (πρβλ. δαμ έτας)] …   Dictionary of Greek

  • λακερός — λακερός, ά, όν (Α) φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. αόρ. ἔ λακ ον) + ερός*] …   Dictionary of Greek

  • Ossetic language — Ossetian Spoken in  Russia (North Ossetia)  Georgia …   Wikipedia

  • КСЕНОФОН — •Xenŏphon, Ξενοφω̃ν, 1) сын Фессала из Коринфа, одержал победу в Олимпийских играх ок. 464 г. до Р. X.; 2) историк, сын Грилла из дема Эрхейского в эгейской филе, родился, как полагают, ок. 445 г. до Р …   Реальный словарь классических древностей

  • Ксенофон(т) —    • Xenŏphon,          Ξενοφω̃ν,        1. сын Фессала из Коринфа, одержал победу в Олимпийских играх ок. 464 г. до Р. X.;        2. историк, сын Грилла из дема Эрхейского в эгейской филе, родился, как полагают, ок. 445 г. до Р. X., а может быть …   Реальный словарь классических древностей

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • λάκα — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται αδιάλυτα χρώματα που αποτελούνται από μια χρωστική οργανική ουσία στερεοποιημένη σε μια ανόργανη που ονομάζεται υπόστρωμα ή βάση. Η ανόργανη ουσία αποτελείται συνήθως από οξείδια χρωμίου ή αργίλου, από ένα θειικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”