Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
λακάζω — (Α) (ποιητ.) καλώ μεγαλοφώνως, ωρύομαι, φωνάζω («ἴυζε καὶ λάκαζε καὶ κάλει θεούς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. αόρ. ἔ λακ ον) + άζω] … Dictionary of Greek
λακέτας — λακέτας, ὁ (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, δυνατά, φωνακλάς, θορυβοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. ἔ λακ ον) + έτας (πρβλ. δαμ έτας)] … Dictionary of Greek
λακερός — λακερός, ά, όν (Α) φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. αόρ. ἔ λακ ον) + ερός*] … Dictionary of Greek
Ossetic language — Ossetian Spoken in Russia (North Ossetia) Georgia … Wikipedia
КСЕНОФОН — •Xenŏphon, Ξενοφω̃ν, 1) сын Фессала из Коринфа, одержал победу в Олимпийских играх ок. 464 г. до Р. X.; 2) историк, сын Грилла из дема Эрхейского в эгейской филе, родился, как полагают, ок. 445 г. до Р … Реальный словарь классических древностей
Ксенофон(т) — • Xenŏphon, Ξενοφω̃ν, 1. сын Фессала из Коринфа, одержал победу в Олимпийских играх ок. 464 г. до Р. X.; 2. историк, сын Грилла из дема Эрхейского в эгейской филе, родился, как полагают, ок. 445 г. до Р. X., а может быть … Реальный словарь классических древностей
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
λάκα — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται αδιάλυτα χρώματα που αποτελούνται από μια χρωστική οργανική ουσία στερεοποιημένη σε μια ανόργανη που ονομάζεται υπόστρωμα ή βάση. Η ανόργανη ουσία αποτελείται συνήθως από οξείδια χρωμίου ή αργίλου, από ένα θειικό … Dictionary of Greek